- ἐφετῶν
- ἐφέταιcommandermasc gen plἐφέτηςcommandermasc gen plἐφετόςdesirablefem gen plἐφετόςdesirablemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek
εξάβιβλος — Το σημαντικότερο νομικό έργο του βυζαντινού νομοφύλακα και κριτή (αξίωμα αντίστοιχο με το σημερινό του προέδρου Εφετών) της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Συντάχθηκε το 1344 45, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιωάννης Ε’… … Dictionary of Greek
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek
εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… … Dictionary of Greek